- δαϊκτάμενος
- δαϊκτάμενος, -η, -ον (Α)ο σκοτωμένος στη μάχη.[ΕΤΥΜΟΛ. < δαΐ, επικός τ. δοτικής τής λ. δαΐς(Ι)* «πόλεμος, μάχη» + (μτχ.) κτάμενος, τού αορ. έκτανον του ρ. κτείνω «σκοτώνω» (πρβλ. αρηϊκτάμενος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαικταμένων — δαϊκταμένων , δαικτάμενος slain in battle fem gen pl δαϊκταμένων , δαικτάμενος slain in battle masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαΐς — (I) δαΐς, η (Α) πόλεμος, μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαϊκή λ., για τον σχηματισμό και τον τονισμό τής οποίας δεν συμφωνούν οι μελετητές. Η λ. απαντά στην επική δοτική δαΐ < δαϊ ι (πρβλ. δαϊκτάμενος), ενώ πρόβλημα παρουσιάζει η ονομαστική, η … Dictionary of Greek
δαικταμένην — δαϊκταμένην , δαικτάμενος slain in battle fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαικταμένοις — δαϊκταμένοις , δαικτάμενος slain in battle masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαικταμένου — δαϊκταμένου , δαικτάμενος slain in battle masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαικταμένους — δαϊκταμένους , δαικτάμενος slain in battle masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)